- ὠμόδροπος
- ὠμό-δροπος, ον,A plucked unripe, νόμιμα ὠ., prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage-bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμόδροπος — ον, Α αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό δροπος] … Dictionary of Greek
ὠμοδρόπως — ὠμόδροπος plucked unripe adverbial ὠμόδροπος plucked unripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόδροπον — ὠμόδροπος plucked unripe masc/fem acc sg ὠμόδροπος plucked unripe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοδρόπων — ὠμόδροπος plucked unripe masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek